θόρ'

θόρ'
θόρε , θρῴσκω
leap
aor imperat act 2nd sg
θόρε , θρῴσκω
leap
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… …   Dictionary of Greek

  • θόρνυμαι — (Α) (για ζώα) βατεύω, οχεύω, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Θόρ νυ μαι < θ. θορ τού αορ. έ θορ ον τού θρῴσκω*] …   Dictionary of Greek

  • θορός — θορός, ό και θορή, ἡ (Α) το σπέρμα τού αρσενικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θορ τού αορ. έ θορ ον τού θρῴσκω*] …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • συνθόρνυμι — Α πηδώ επάνω σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θόρνυμι (< θ. θορ τού αορ. ἔ θορ ον τού θρῴσκω «πηδώ, πετώ»)] …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • τανθαρύζω — ή τανθαλύζω και τοιθορύσσω Α τρέμω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι τού καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: τανθαρύζω < *θαρ θαρύζω (με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε ν και τού αρκτικού θ σε τ ,… …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • Βίκινγκς ή Νορμανδοί — Οι κάτοικοι των σκανδιναβικών χωρών που, ως θαλασσοπόροι, πολεμιστές, πειρατές και έμποροι, εξορμούσαν στις θάλασσες και στις ακτές της βόρειας Ευρώπης από τον 7o έως τον 11o αι., φτάνοντας μέχρι την Ισλανδία, τη Γροιλανδία και το Λαμπραντόρ. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”